ξεσαβούρωμα

ξεσαβούρωμα
ξεσαβούρωμα, το και ξεσαβούριασμα, το, -ατος
η αφαίρεση της σαβούρας, του έρματος, η αφερμάτιση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεσαβούρωμα — και ξεσαβούριασμα, το [ξεσαβουρώνω / ξεσαβουριάζω] 1. η αφαίρεση τής σαβούρας, τού έρματος από το πλοίο, η αφερμάτιση 2. καθάρισμα ενός πράγματος από περιττά ή άχρηστα αντικείμενα 3. απαλλαγή από περιττό φορτίο …   Dictionary of Greek

  • ξεσαβούριασμα — το βλ. ξεσαβούρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”